- изделие
- изделие с το προϊόν, το είδος (εμπορεύματος) промышленные \изделиея τα βιομηχανικά προϊόντα
* * *сτο προϊόν, το είδος (εμπορεύματος)
промы́шленные изде́лия — τα βιομηχανικά προϊόντα
Русско-греческий словарь. 2013.
промы́шленные изде́лия — τα βιομηχανικά προϊόντα
Русско-греческий словарь. 2013.